Άγχος στα παιδιά της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης

Οι άνθρωποι είναι προικισμένοι από τη φύση τους με το ένστικτο της επιβίωσης για να μπορούν να ανταποκρίνονται σε καταστάσεις επικίνδυνες ή απειλητικές. Μερικοί άνθρωποι, συμπεριλαμβανομένων και των παιδιών, αντιδρούν πιο γρήγορα ή πιο έντονα σε τέτοιου είδους καταστάσεις. Τα σωματικά συμπτώματα του άγχους (όπως για παράδειγμα η αύξηση του καρδιακού ρυθμού, η ταχύπνοια κ.α.) ενεργοποιούνται πιο εύκολα σε παιδιά με ανήσυχη ιδιοσυγκρασία (Bierman & Erath, 2007). Το να έχει ένα παιδί ανήσυχη ιδιοσυγκρασία συχνά σημαίνει ότι αντιδρά πιο έντονα στις απειλές του περιβάλλοντος στο οποίο βρίσκεται. Τα παιδιά που διακατέχονται από ανησυχία είναι συχνά επιφυλακτικά και ντροπαλά όταν έρχονται σε επαφή με άλλους ανθρώπους. Τα παιδιά που βιώνουν περισσότερο στρεσογόνα γεγονότα στη διάρκεια της ζωής τους σε σχέση με άλλα ή που έχουν βιώσει ιδιαίτερα τραυματικά γεγονότα μπορεί να εμφανίσουν αυξημένα επίπεδα άγχους. Πολλές φορές, σε αυτό συντείνει και το οικογενειακό περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνει το παιδί, συνεισφέροντας στη φυσική επιφυλακτικότητα των παιδιών, για παράδειγμα όταν οι γονείς τους είναι υπερπροστατευτικοί. Το γεγονός αυτό μπορεί ακούσια να ενθαρρύνει τα παιδιά να αποφεύγουν καταστάσεις, οι οποίες τους δημιουργούν ανησυχία και άγχος (Foxman, 2004).  

Οι πιο συχνές μορφές άγχους στα παιδιά της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι: 

Το άγχος του αποχωρισμού: Το άγχος του αποχωρισμού (separation anxiety)σχετίζεται με το φόβο και την αγωνία του παιδιού όταν είναι μακριά από την οικογένειά του. Όταν ένα παιδί κατακλύζεται από το άγχος του αποχωρισμού, υπάρχει συνήθως ο φόβος ότι κάτι κακό θα συμβεί σε ένα αγαπημένο του πρόσωπο, όταν το παιδί δε βρίσκεται μαζί του. Ο φόβος του αποχωρισμού θεωρείται αναπτυξιακά κατάλληλος/φυσιολογικός μέχρι την ηλικία των δύο ετών, αλλά θα πρέπει να μειώνεται καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν. Τα παιδιά με άγχος αποχωρισμού μπορεί να παραπονιούνται για αισθήματα αδιαθεσίας, να επιθυμούν να φύγουν από το σχολείο για να επιστρέψουν σπίτι  ή μερικές φορές να αρνούνται να πάνε στο σχολείο εντελώς (Wehrenberg & Prinz, 2007). 

Φοβία: Ένα άτομο διαγιγνώσκεται ότι πάσχει από φοβία όταν συγκεκριμένα αντικείμενα, καταστάσεις ή γεγονότα, όπως οι ενέσεις, οι αράχνες, ο διευθυντής του σχολείου, η αίθουσα ή το ύψος επιφέρουν έντονο φόβο που καταλήγει σε αποφυγή αυτών, ακόμη και αν πραγματικά η απειλή είναι ήσσονος σημασίας.

Κοινωνική φοβία: Η κοινωνική φοβία αναφέρεται σε ακραία επίπεδα συστολής και σε καταστάσεις που φαντάζουν αρνητικές και απειλητικές στο παιδί.  Τα παιδιά με κοινωνική φοβία αποφεύγουν μια σειρά από κοινωνικές αλληλεπιδράσεις, όπως το να μιλούν με νέους ανθρώπους, να μιλούν/εκφράζονται στην τάξη ή να εξετάζονται ενώπιον των συμμαθητών τους, είναι συχνά αμήχανα και έχουν συνήθως έναν περιορισμένο αριθμό φίλων (Bakala & Cooray, 2005).

Γενικευμένη αγχώδης διαταραχή: Η γενικευμένη αγχώδης διαταραχή είναι μια διαταραχή κατά την οποία τα παιδιά έχουν υπερβολικές και μη ρεαλιστικές ανησυχίες για ένα ευρύ φάσμα καταστάσεων. Μπορεί να ανησυχούν για πράγματα που μπορεί να συμβούν, για τη δική τους συμπεριφορά στο παρελθόν, για το πόσο καλοί είναι στα μαθήματά τους ή πόσο δημοφιλή είναι. Συχνά έχουν θέματα έλλειψης εμπιστοσύνης, χαμηλής αυτοεκτίμησης και χρειάζονται συνεχώς διαβεβαίωση και επιβεβαίωση.

Μετατραυματικό στρες: Το μετατραυματικό στρες μπορεί να αναπτυχθεί μετά από ένα τραυματικό γεγονός, όπως είναι ένα σοβαρό ατύχημα, το να βιώσει το παιδί ένα απειλητικό για τη ζωή του γεγονός ή να γίνει μάρτυρας ακραίας βίας. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν αλλαγές στον τρόπο του ύπνου, ευερεθιστότητα και προβλήματα συγκέντρωσης. Μπορεί επίσης να υπάρχουν ψυχικές αναδρομές στο παρελθόν και η εκ νέου αναβίωση του γεγονότος (Connolly, Simpson, & Petty, 2006). 

Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή: Όταν το παιδί πάσχει από ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή επηρεάζεται από επίμονες ανεπιθύμητες σκέψεις, όπως για παράδειγμα ο φόβος για τα μικρόβια, ή η ανάγκη για συμμετρία. Για να προσπαθήσει να σταματήσει τις σκέψεις αυτές το παιδί αισθάνεται υποχρεωμένο να επαναλάβει μια συγκεκριμένη ενέργεια, όπως το πλύσιμο των χεριών του ή η επαναλαμβανόμενη μέτρηση. Τα μεγαλύτερα σε ηλικία παιδιά συνήθως αναγνωρίζουν ότι αυτές οι σκέψεις και οι συμπεριφορές δεν έχουν νόημα, ακόμη και αν καθοδηγούνται από αυτά.

Σχολική άρνηση: Το άγχος μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε σχολική άρνηση, όταν τα παιδιά αρνούνται να πάνε στο σχολείο, ως αποτέλεσμα του άγχους που συνήθως συνοδεύεται από σωματικές ενοχλήσεις, όπως πόνους στο στομάχι ή πονοκεφάλους  (Bakala & Cooray, 2005).

Leave a Comment

Your email address will not be published. Required fields are marked *